„zwangsernähren“: transitives Verb zwangsernährentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) επιβάλλω την παροχή τροφής επιβάλλω την παροχή τροφής zwangsernähren zwangsernähren