zuwachsen
intransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i <Hilfsverb sein | βοηθητικό ρήμα seins.>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- καλύπτομαι από υπερβολική βλάστησηzuwachsen Garten, Wegzuwachsen Garten, Weg
- επουλώνομαιzuwachsen Wundezuwachsen Wunde