„zukunftsweisend“: Adjektiv zukunftsweisendAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) προσανατολισμένος στο μέλλον προσανατολισμένος στο μέλλον zukunftsweisend zukunftsweisend