„Zugriff“: Maskulinum, männlich ZugriffMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πρόσβαση πρόσβασηFemininum, weiblich | θηλυκό f Zugriff Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT Zugriff Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT