„Zölibat“: Neutrum, sächlich ZölibatNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αγαμία του κλήρου αγαμίαFemininum, weiblich | θηλυκό f του κλήρου Zölibat Zölibat