„zigfach“: Adjektiv zigfachAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj umgangssprachlich | οικείοumg Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) χίλιες χιλιάδες φορές χίλιεςoder | ή od χιλιάδες φορές zigfach zigfach