„Zeugenbank“: Femininum, weiblich ZeugenbankFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -bänke> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) έδρανο εξεταζόμενου μάρτυρα έδρανοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n εξεταζόμενου μάρτυρα Zeugenbank Zeugenbank