„zentrieren“: transitives Verb zentrierentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κεντράρω κεντράρω zentrieren auch | και, επίσηςa. Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT zentrieren auch | και, επίσηςa. Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT