„Zeitungsabonnement“: Neutrum, sächlich ZeitungsabonnementNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) συνδρομή σε εφημερίδα συνδρομήFemininum, weiblich | θηλυκό f σε εφημερίδα Zeitungsabonnement Zeitungsabonnement