„Zauberei“: Femininum, weiblich ZaubereiFemininum, weiblich | θηλυκό f <-> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μάγια, μαγεία μάγιαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl Zauberei μαγείαFemininum, weiblich | θηλυκό f Zauberei Zauberei