„XML“: Neutrum, sächlich | Abkürzung XMLNeutrum, sächlich | ουδέτερο nAbkürzung | βραχυγραφία abk Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT (= extensible markup language) Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) XML XMLNeutrum, sächlich | ουδέτερο n (= γλώσσα επεκτάσιμης σήμανσης) XML XML