„wüst“: Adjektiv wüstAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ανάστατος, ακατάστατος, έρημος ανάστατος, ακατάστατος wüst wüst έρημος wüst leer wüst leer