„Würgemal“: Neutrum, sächlich WürgemalNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s; -e> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σημάδι στραγγαλισμού σημάδιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n στραγγαλισμού Würgemal Würgemal