„Wrack“: Neutrum, sächlich WrackNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -s; -e> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ναυάγιο, ερείπιο ναυάγιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Wrack Wrack ερείπιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Wrack in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Wrack in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig