„wortwörtlich“: Adjektiv | Adverb wortwörtlichAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj &Adverb | επίρρημα adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κατά λέξη, επί λέξει κατά λέξη, επί λέξει wortwörtlich wortwörtlich