Wortführer
Maskulinum, männlich | αρσενικό m, WortführerinFemininum, weiblich | θηλυκό fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- αντιπρόσωποςMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/fWortführerWortführer