„Wildpferd“: Neutrum, sächlich WildpferdNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αδάμαστο άλογο αδάμαστο άλογοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Wildpferd Wildpferd