„wetterbeständig“: Adjektiv wetterbeständigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) απρόσβλητος από καιρικές συνθήκες απρόσβλητος από καιρικές συνθήκες wetterbeständig wetterbeständig