„Wetteramt“: Neutrum, sächlich WetteramtNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μετεωρολογική υπηρεσία μετεωρολογική υπηρεσίαFemininum, weiblich | θηλυκό f Wetteramt Wetteramt