„werten“: transitives Verb wertentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κρίνω, εκτιμώ, αποτιμώ, βαθμολογώ κρίνω, εκτιμώ, αποτιμώ, βαθμολογώ werten werten