„Werbespot“: Maskulinum, männlich WerbespotMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) διαφημιστικό σποτ διαφημιστικό σποτNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Werbespot Werbespot