„wendig“: Adjektiv wendigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ευκίνητος, ευέλικτος, εύστροφος ευκίνητος, ευέλικτος wendig wendig εύστροφος wendig geistig in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig wendig geistig in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig