Weltverbesserer
Maskulinum, männlich | αρσενικό mpejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpejOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- εκστασιασμένος ιδεαλιστήςMaskulinum, männlich | αρσενικό mWeltverbessererWeltverbesserer