Weinhauer
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -> österreichische Variante | αυστριακή παραλλαγή (εκ-δοχή)österr Winzer, WeinhauerinFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -nen>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- αμπελουργόςMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/fWeinhauerWeinhauer