„waschecht“: Adjektiv waschechtAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ανθεκτικός σε πλύσιμο ανθεκτικός σε πλύσιμο waschecht waschecht examples ein waschechter Athener Αθηναίος γέννημα θρέμμα ein waschechter Athener