„Warnweste“: Femininum, weiblich WarnwesteFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) προστατευτικό γιλέκο προστατευτικό γιλέκοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Warnweste Warnweste