„Wallach“: Maskulinum, männlich WallachMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -e> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ευνουχισμένο άλογο ευνουχισμένο άλογοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Wallach Wallach