„walken“: intransitives Verb walkenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) βαδίζω σε γρήγορο ρυθμό βαδίζω σε γρήγορο ρυθμό walken Sport | αθλητισμόςSPORT walken Sport | αθλητισμόςSPORT