„wachsam“: Adjektiv wachsamAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) άγρυπνος, προσεκτικός, άγρυπνος άγρυπνος, προσεκτικός wachsam aufmerksam wachsam aufmerksam άγρυπνος wachsam Auge, Blick wachsam Auge, Blick examples wachsam sein επαγρυπνώ wachsam sein