„vorschriftsmäßig“: Adjektiv vorschriftsmäßigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σύμφωνος με τον κανονισμό τις προδιαγραφές σύμφωνος με τον κανονισμόoder | ή od τις προδιαγραφές vorschriftsmäßig vorschriftsmäßig