Vorhut
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- πρωτοπορίαFemininum, weiblich | θηλυκό fVorhut Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMILπροπορείαFemininum, weiblich | θηλυκό fVorhut Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMILVorhut Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL