„Vernetzung“: Femininum, weiblich VernetzungFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) δικτύωση δικτύωσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Vernetzung Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT Vernetzung Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT