„verklickern“: transitives Verb verklickerntransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t umgangssprachlich | οικείοumg Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) δίνω σε κάποιον να καταλάβει κάτι examples jemandem etwas verklickern δίνω σε κάποιον να καταλάβει κάτι jemandem etwas verklickern