„verklagen“: transitives Verb verklagentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κάνω μήνυση, μηνύω κάνω μήνυση, μηνύω verklagen Rechtswesen | νομικός όροςJUR verklagen Rechtswesen | νομικός όροςJUR