„Verkehrsdelikt“: Neutrum, sächlich VerkehrsdeliktNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) διάπραξη τροχαίας παράβασης διάπραξηFemininum, weiblich | θηλυκό f τροχαίας παράβασης Verkehrsdelikt Verkehrsdelikt