„verduften“: intransitives Verb verduftenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i <Hilfsverb sein | βοηθητικό ρήμα seins.> umgangssprachlich | οικείοumg Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) την κοπανάω, το κόβω λάσπη την κοπανάω, το κόβω λάσπη verduften verduften