vegetativ
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- φυτικόςvegetativ auch | και, επίσηςa. Medizin | ιατρικήMEDvegetativ auch | και, επίσηςa. Medizin | ιατρικήMED
examples
- das vegetative Nervensystemαυτόνομο νευρικό σύστημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n