„unzählig“: Adjektiv unzähligAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αμέτρητος, αναρίθμητος, άπειρος αμέτρητος, αναρίθμητος, άπειρος unzählig unzählig examples unzählige Male αμέτρητεςoder | ή od άπειρες φορές unzählige Male