„unverwechselbar“: Adjektiv unverwechselbarAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) χαρακτηριστικός, μοναδικός χαρακτηριστικός, μοναδικός unverwechselbar unverwechselbar