„untermauern“: transitives Verb untermauerntransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) στηρίζω, δίνω υπόβαθρο έρεισμα στηρίζω, δίνω υπόβαθροoder | ή od έρεισμα untermauern untermauern