Unterlassung
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- παράλειψηFemininum, weiblich | θηλυκό fUnterlassung auch | και, επίσηςa. Rechtswesen | νομικός όροςJURUnterlassung auch | και, επίσηςa. Rechtswesen | νομικός όροςJUR