Unruhestifter
Maskulinum, männlich | αρσενικό m, UnruhestifterinFemininum, weiblich | θηλυκό fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ταραξίαςMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/fUnruhestifterθορυβοποιόςMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/fUnruhestifterUnruhestifter