„ungebildet“: Adjektiv ungebildetAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ακαλλιέργητος, αγράμματος, αμόρφωτος, αμαθής ακαλλιέργητος, αγράμματος, αμόρφωτος, αμαθής ungebildet ungebildet