„unbeugsam“: Adjektiv unbeugsamAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αλύγιστος, άκαμπτος αλύγιστος, άκαμπτος unbeugsam auch | και, επίσηςa. Person unbeugsam auch | και, επίσηςa. Person