„unbestätigt“: Adjektiv unbestätigtAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ανεπιβεβαίωτος, ανεξακρίβωτος ανεπιβεβαίωτος, ανεξακρίβωτος unbestätigt unbestätigt