„umweltgefährdend“: Adjektiv umweltgefährdendAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) βλαβερός για το περιβάλλον βλαβερός για το περιβάλλον umweltgefährdend umweltgefährdend