„Umweltforschung“: Femininum, weiblich UmweltforschungFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) περιβαλλοντική έρευνα περιβαλλοντική έρευναFemininum, weiblich | θηλυκό f Umweltforschung Umweltforschung