„umtopfen“: transitives Verb umtopfentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ξαναφυτεύω σε γλάστρα ξαναφυτεύω σε γλάστρα umtopfen Pflanze umtopfen Pflanze