umleiten
transitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- παρατρέπω, μεταστρέφωumleitenumleiten
- εκτρέπωumleiten Fluß Telefon, Telekommunikation | τηλεφωνία, τηλεπικοινωνίαTELumleiten Fluß Telefon, Telekommunikation | τηλεφωνία, τηλεπικοινωνίαTEL