Umgebung
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- περιβάλλονNeutrum, sächlich | ουδέτερο nUmgebung Umwelt,auch | και, επίσης a. Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUTUmgebung Umwelt,auch | και, επίσης a. Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT
- περίχωραNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου nplUmgebung UmlandUmgebung Umland